ἀποπνίξῃ

ἀποπνίξῃ
ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω
choke
aor subj mid 2nd sg
ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω
choke
aor subj act 3rd sg
ἀποπνί̱ξῃ , ἀποπνίγω
choke
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απόπνιξη — απόπνιξη, η και αποπνιγμός, ο η δυσκολία στην αναπνοή, το πνίξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπνικτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ή συντελεί στην απόπνιξη, ο πνιγηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποπνίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”